- κεκαδησόμεθα
- κεκαδήσει, -δησόμεθα: see κήδω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κεκαδησόμεθα — κήδω trouble futperf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκαδησόμεθ' — κεκαδησόμεθα , κήδω trouble futperf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)